- εύπορος
- (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός.
* * *-η, -ο (ΑΜ εὔπορος, -ον)αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιοςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο εύποροςκολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδώνμσν.-αρχ.1. καλά εφοδιασμένος με κάτι (α. «τὴν πόλιν τοῑς πᾱσιν εὐπορωτάτην ἐποίησεν», Θουκ.β. «εὔπορος τὰ περὶ τὸν βίον, Ισοκρ.)2. αυτός που περνιέται εύκολα, που το πέρασμά του είναι εύκολο (α. «εὔπορος ὁδός» β. «παριόντες ἐπὶ τὰ εὔπορα»)αρχ.1. εκείνος τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος («πολλά τοι θεὸς εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῑ», Ευρ.)2. αυτός που βρίσκει πόρο ή διέξοδο, ο εφευρετικός, ο ικανός να επινοεί (α. «εὔπορος ἐν τοῑς ἀπόροις» β. «εὔπορος πρὸς ἅπαν ἔργον»)3. φρ. «εὔπορος γλῶσσα» — γλώσσα που βρίσκει εύκολα τον δρόμο της, που δίνει γρήγορες και πληρωμένες απαντήσεις4. φρ. «εὔπορόν ἐστι» — είναι εύκολο να...5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπορονη ευπορία.επίρρ...εὐπόρως (ΑΜ)με ευπορία, με οικονομική άνεση (α. «ευπόρως διάγω» β. «ευπόρως έχω»)αρχ.εύκολα, χωρίς εμπόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόρος. Η λ. πόρος είχε αρχικά τη σημασία «πέρασμα», αργότερα σήμαινε και το «μέσον, την πηγή» και, κατ' επέκταση, τις «οικονομικές πηγές». Με αυτή τη σημασία η λ. πόρος απαντά ως β' συνθετικό στη λ. εύπορος, που σημαίνει «πλούσιος, ευκατάστατος» (πρβλ. και ά-πορος)].
Dictionary of Greek. 2013.